- λατινόφρων
- -ον (Μ λατινόφρων, -ον)αυτός που ασπάζεται τα δόγματα τής Δυτικής Εκκλησίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακό-φρων, κοινό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λατινοφρονώ — (Μ λατινοφρονῶ, έω) [λατινόφρων] ασπάζομαι τα δόγματα τής Δυτικής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek